λειτουργώ

λειτουργώ
και λειτρουγώ (AM λειτουργῶ, -έω, Α και λῃτουργῶ, Μ και λειτρουγῶ)
1. (για τα όργανα τού σώματος) εκτελώ λειτουργία («μίαν μέν τινα ἐργασίαν λειτουργεῑ ἡ τοῡ στόματος δύναμις», Αριστοτ.)
2. (για ιερέα) ιερουργώ στον ναό, τελώ τη Θεία Λειτουργία
3. προσφέρω θρησκευτική υπηρεσία
νεοελλ.
1. εκτελώ τό έργο για το οποίο είμαι κατασκευασμένος ή προορισμένος, δουλεύω («το κουδούνι τού ρολογιού δεν λειτουργεί πια»)
2. (για ίδρυμα ή κατάστημα) προσφέρω υπηρεσίες, είμαι ανοιχτός, εργάζομαι («οι τράπεζες δεν λειτουργούν λόγω απεργίας»)
3. παθ. (για ναό) λειτουργούμαι και λειτουργιέμαι
τελείται εντός μου ιερουργία
νεοελλ.-μσν.
παθ. προσέρχομαι και μετέχω στη Θεία Λειτουργία
μσν.
1. παθ. (για εκκλησία) ανοίγω για να τελεσθεί η θεία λειτουργία
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) (για πρόσφορο) λειτουργημένος, -η, -ον
αυτό που έχει διαβαστεί κατά τη Θεία Λειτουργία
4. (σχετικά με χριστιανική θυσία) εκτελώ
μσν.-αρχ.
αυτός που υπηρετούσε κάποιον είτε με μισθό είτε ως δούλος
αρχ.
1. εκτελώ λειτουργία τής πόλεως με δική μου δαπάνη («ἐκ τοῡ μισθωθῆναι διπλάσιοι καὶ τριπλάσιοι γεγόνασιν, ὥστ' ἀξιοῡσθαι λῃτουργεῑν», Δημοσθ.)
2. διεξάγω δημόσια υπηρεσία
3. υπηρετώ την πολιτεία με τον γάμο μου, που έγινε με σκοπό τη γέννηση παιδιών
4. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ λελειτουργημένα ή λελῃτουργημένα
οι λειτουργίες τής πόλεως που είχε αναλάβει να τελέσει κάποιος («τοιαῡτ' ἦν αὐτῷ τὰ λελῃτουργημένα καὶ πεπραγμένα», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λειτουργώ ανάγεται —μέσω τής λ. λήϊτον (βλ. κατωτ.)— στη λ. λαός. Το ρ. λειτουργώ δεν φαίνεται να παράγεται από το λειτουργός, όπως κανονικά θα αναμενόταν (βλ. λειτουργός), αλλά από αρχ. τ. *ληϊτο - Fεργέω, «σύνθετο εκ συναρπαγής», δηλ. σύνθετο από ολόκληρη φράση, τη φράση λήϊτα Fέργα (βλ. λήιτον). Αρχικός είναι λοιπόν ο τ. λῃτουργώ, που με βράχυνση τής μακρόφωνης διφθόγγου έδωσε στη Νεώτερη Αττική τον τ. λειτουργῶ. Ο τ. λειτρουγώ με μετάθεση τού -ρ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λειτουργώ — λειτουργώ, λειτούργησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. λειτουργάω Σημειώσεις: 1 λειτουργάω – λειτουργώ : η διπλοτυπία ισχύει μόνο για την έννοια → τελώ τη θεία λειτουργία. Η παθητική φωνή σημαίνει → παρακολουθώ τη θεία λειτουργία. 2 λειτουργώ : το ρ.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λειτουργώ — λειτούργησα, λειτουργήθηκα, λειτουργημένος 1. εκτελώ το έργο για το οποίο είμαι προορισμένος, δουλεύω: Το μηχάνημα δε λειτουργεί. 2. ιερουργώ στο ναό: Στην εκκλησία του χωριού λειτουργούσε ένας ηλικιωμένος ιερέας. 3. το μέσ., λειτουργιέμαι και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειτουργῶ — λειτουργέω serve public offices at one s own cost pres subj act 1st sg (attic epic doric) λειτουργέω serve public offices at one s own cost pres ind act 1st sg (attic epic doric) λειτουργός one who performed a masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργῷ — λειτουργός one who performed a masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργάω — / λειτουργώ, λειτούργησα βλ. πίν. 58 και πρβλ. λειτουργώ Σημειώσεις: 1 λειτουργάω – λειτουργώ : η διπλοτυπία ισχύει μόνο για την έννοια → τελώ τη θεία λειτουργία. Η παθητική φωνή σημαίνει → παρακολουθώ τη θεία λειτουργία. 2 λειτουργώ : το ρ.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λειτουργός — ο, η (AM λειτουργός, ὁ) 1. αυτός που επιτελεί έργο κοινής ωφέλειας, αυτός που ασκεί λειτούργημα («δικαστικός λειτουργός») 2. ιερουργός, κληρικός νεοελλ. φρ. α) «κοινωνικός λειτουργός» κοινωνικό όργανο που έχει αποστολή την προστασία και παροχή… …   Dictionary of Greek

  • δουλεύω — (AM δουλεύω) [δούλος] 1. είμαι δούλος, υπηρέτης 2. είμαι υπόδουλος, υποταγμένος 3. εργάζομαι σωματικά ή πνευματικά για να κερδίσω τα αναγκαία για τη ζωή 4. προσφέρω υπηρεσία, υπηρετώ («την πατρίδα σου να δουλέψης», Ψυχάρης) μσν. νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • συλλειτουργώ — συλλειτουργῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. λειτουργώ ως κληρικός μαζί με άλλον ή άλλους κληρικούς αρχ. εκτελώ δημόσια υπηρεσία μαζί με άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λειτουργῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”